χρυσοφύλακας

χρυσοφύλακας
χρῡσοφύλακας , χρυσοφύλαξ
gold-keeper
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσοφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας 2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”